μεταπλέω

μεταπλέω
μεταπλέω, ιων. τ. μεταπλώω (Α)
πλέω από έναν τόπο σε άλλο ή πλέω με διαφορετική κατεύθυνση, μεταβάλλω τον πλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεταπλέειν — μεταπλέω change one s sailing pres inf act (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταπλώω — (Α) ιων. τ. βλ. μεταπλέω …   Dictionary of Greek

  • πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”